- νομολόγος
- ο, ηο ασχολούμενος με τους νόμους, ερμηνευτής τού νόμου, νομικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Γ. Κάλλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
νομολογία — Η πρώτη, γενική σημασία του όρου δηλώνει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αρχική λατινική έκφραση juris prudentia υποδήλωνε την ερμηνεία του δικαίου, η οποία στην αρχή γινόταν αποκλειστικά από τους… … Dictionary of Greek
νομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νομολογία. επίρρ... νομολογικώς και ά από νομολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Αθηνά] … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek